- ἄμικτον
- ἄμικτοςunmingledmasc/fem acc sgἄμικτοςunmingledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
непримѣсьнъ — (8*) пр. Не смешанный (с чемл.), непричастный (к чемул.): свѣтла же зѣло молитва непримѣсна мысли земьныихъ. Изб 1076, 50; то же ЗЦ к. XIV, 71а; а понеже плоти ѥсть непримѣсенъ б҃ъ. ГБ XIV, 9г; да буди женитва свѣтла. и любъвами сквернами… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
непримѣшьныи — (1*) пр. Уединенный, не имеющий общения: всему мнишьскоѥ и непримѣшноѥ стражющеѥ житьѥ. сами || к себе събесѣдующе и къ б҃у. (ἄμικτον) ΓΑ XIII–XIV, 269–270 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… … Dictionary of Greek
ԱՆԽԱՌՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0159 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 11c, 13c, 14c գ. τὸ ἅκρατον puritas Անխառն գոլն. պարզութիւն. զտութիւն. *Անխառնութիւն բաժակին. Ասող. ՟Գ. 21: Եւ չխառնիլն ʼի մէջ մարդկան. առանձնութիւն. հրաժեշտ. τὸ ἅμικτον solitudo… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)